- τακούνιασμα
- τοη τοποθέτηση τακουνιών στα παπούτσια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τακούνιασμα — το, Ν η τοποθέτηση τακουνιών στα παπούτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τακούνι, μέσω ενός ρ. *τακουνιάζω] … Dictionary of Greek